- χρυσοφορία
- ἡ, Α [χρυσοφόρος]1. το να φορεί κανείς χρυσά κοσμήματα ή χρυσοκέντητη στολή2. το δικαίωμα αξιωματούχου να φορεί χρυσά κοσμήματα και, κυρίως, χρυσό δαχτυλίδι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρυσοφορίᾳ — χρυσοφορίᾱͅ , χρυσοφορία wearing of golden ornaments fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοφορίας — χρυσοφορίᾱς , χρυσοφορία wearing of golden ornaments fem acc pl χρυσοφορίᾱς , χρυσοφορία wearing of golden ornaments fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοφορίαν — χρυσοφορίᾱν , χρυσοφορία wearing of golden ornaments fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)